κατοικητήριος

κατοικητήριος
κατοικ-ητήριος, α, ον,
A = κατοικίδιος, ὄρνεις Sor.1.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • κατοικητηρίους — κατοικητήριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήριον — dwellingplace neut nom/voc/acc sg κατοικητήριος masc acc sg κατοικητήριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητηρίου — κατοικητήριον dwellingplace neut gen sg κατοικητήριος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητηρίῳ — κατοικητήριον dwellingplace neut dat sg κατοικητήριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικητήρια — κατοικητήριον dwellingplace neut nom/voc/acc pl κατοικητήριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”