- κατοικητήριος
- κατοικ-ητήριος, α, ον,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατοικητήριος — κατοικητήριος, ία, ον (Α) κατοικίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰκητήριος (< οἰκητήρ < οἰκῶ)] … Dictionary of Greek
κατοικητηρίους — κατοικητήριος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητήριον — dwellingplace neut nom/voc/acc sg κατοικητήριος masc acc sg κατοικητήριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητηρίου — κατοικητήριον dwellingplace neut gen sg κατοικητήριος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητηρίῳ — κατοικητήριον dwellingplace neut dat sg κατοικητήριος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικητήρια — κατοικητήριον dwellingplace neut nom/voc/acc pl κατοικητήριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)